Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Αμέσως μετά το μαύρο καλοκαίρι του ’74 , προβλήθηκε η «Φόνισσα» για πρώτη φορά στην μεγάλη οθόνη, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο 15ο.
Τη μεταφορά της κορυφαίου διηγήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ανέλαβε ο Κώστας Φέρρης. Προσέγγισε πιστά τα βάσανα της μαντηλοφορεμένης χήρας (Φραγκογιαννού), την παραφροσύνη της και τις εγκληματικές της πράξεις, να σκοτώνει παιδιά, γένους θηλυκού, ενώ απεικόνισε με διαύγεια πληθώρα χαρακτήρων, του οικογενειακού της περίγυρου και των χωρικών, της μικρής κοινότητας που διαβιούσε. Βουητά της φύσης, κελάηδισμα πουλιών, ο ήχος του μπουζουκιού σε μια καταπληκτική σκηνή με την κεντρική ηρωίδα – την ερμηνεύει υπέροχα η Μαρία Αλκαίου – να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Άτολμος ίσως να τοποθετήσει ισχυρά το ζήτημα της προίκας, της αυτοδικίας, τολμηρός στην αποτύπωση της ελληνικής κοινωνίας των αρχών του 20ου αιώνα και της – τραγικά – υποδεέστερης θέσης των γυναικών, σε μια ταινία σαφέστατα “κινηματογραφική”.
Από την άλλη, η ενδυματολόγος και σκηνογράφος Εύα Νάθενα η οποία ανέλαβε την καινούρια προσαρμογή του διηγήματος, μαζί με την σεναριογράφο Κατερίνα Μπέη, φαίνεται να ξεκινάει από διαφορετική αφετηρία και να προσεγγίζει το διήγημα του Παπαδιαμάντη, παραδοσιακά μεν, μονοδιάστατα δε, αφήνοντας αμυδρά την υποψία, ότι επιδιώκει – υπερβολικά – να συνδέσει την ανισότητα των δύο φύλων εκείνης της εποχής με τη σημερινή.
Η Φραγκογιαννού ή Χαδούλα (Καριοφυλλία Καραμπέτη) είναι μονίμως θυμωμένη, βλοσυρή, σκυμμένη, ταμπουρώνεται στο μοιρολόι της οργής, ότι «είναι κατάρα να είσαι θηλυκό». Οι κόρες της, είναι άβουλες παραδουλεύτρες που δεν βλέπουν το φως της μέρας, ενώ οι άντρες είτε είναι άβολοι-ανεπρόκοποι, όπως ο γαμπρός της (Δημήτρης Ήμελλος) είτε είναι πονηροί και βίαιοι (Στάθης Σταμουλακάτος). Οι αναμνήσεις-εφιάλτες από την παράδοσή της άνευ όρων σε έναν δειλό σύζυγο (έναντι μιας ισχνής προίκας) και τα βάσανα των κόρων της αλλά και τα δικά της, σαν μάνα, πεθερά και γιαγιά, την οδηγούν στην παραφροσύνη και στο έγκλημα.
Η Εύα Νάθενα υπερτονίζει τα νοηματικά υποστρώματα του κειμένου, ακόμη και με τη δημιουργία ενός ασφυχτικού οπτικού πλαισίου, επικεντρωμένη διαρκώς στην κεντρική της ηρωίδα, στις πράξεις και στις αναμνήσεις της, το πλάνο σπάνια ανοίγει προς το βουκολικό τοπίο του νησιού, κι όταν συμβαίνει, συνδυάζεται μονίμως με τη συννεφιά, άρτια βεβαίως δοσμένη. Αντιθέτως, στην ταινία του Κώστα Φέρρη, υπάρχει πλουραλισμός χαρακτήρων, υπάρχει φως και ορίζεται ευκρινέστερα ο χωροχρόνος, μιας αγροτοποιμενικής κοινότητας, των αρχών του περασμένου αιώνα.
Ο Παπαδιαμάντης, ενδοσκόπησε σε χαρακτήρες και δημιούργησε παράλληλη δράση, όπως επί παραδείγματι, όταν ο μεθυσμένος αδερφός της Φραγκογιαννούς, τη μαχαιρώνει.
Η σκηνοθέτις, αφαιρεί πολλές από τις υπάρχουσες αναφορές του διηγήματος, κόβει και ράβει την ιστορία στα μέτρα της πρωταγωνίστριάς της, που διαθέτει τεχνικές αρετές, αλλά η επικέντρωση σε ένα και μόνο πρόσωπο, ενίσχυσε το αμιγώς θεατρικό στοιχείο της Καραμπέτη, προσέδωσε στατικότητα στο εγχείρημα και έμειναν ανεκμετάλλευτες οι πολλές δυνατότητες των υπόλοιπων ηθοποιών.
Συμμετέχουν επίσης οι ηθοποιοί Όλγα Δαμάνη, Στάθης Σταμουλακάτος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστος Στέργιογλου, Δημήτρης Ήμελλος, Χριστίνα Μαξούρη, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Οικονόμου, Βερόνικα Δαβάκη, Νίκη Παπανδρέου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά, Γιάννης Τσορτέκης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη.
Η ταινία “Φόνισσα” προβάλλεται από την Πέμπτη 30/11 στους κινηματογράφους