Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Στο κινηματογραφικό σύμπαν της Κόπολα, διερευνάται το ρομαντικό πορτρέτο των κοριτσιών σε ένα περιβάλλον αυξημένων προσδοκιών, καταγράφεται η μελαγχολική τους αδράνεια, η κοινωνική τους απομόνωση, το γυναικείο σώμα.
Επιπρόσθετα, η οπτική της προσέγγιση διανθίζεται με ζωντανές χρωματικές παλέτες και με εμπνευσμένα μουσικά θέματα. Ξεχωρίζουν τρεις εμβληματικές ταινίες της , από το 1999 μέχρι το 2006 (Αυτόχειρες Παρθένοι, Χαμένοι στη Μετάφραση, Μαρία Αντουανέτα).
Η Σοφία Κόπολα γνωρίζει την τέχνη των όμορφων λήψεων, αλλά δεν είναι πάντα ικανή να χειριστεί μια αφήγηση και να συλλάβει την ουσία μιας ιστορίας, να δώσει ενέργεια και ενδιαφέρον στα αινίγματα και στις αινιγματικές προσωπικότητες.
Όπως συνέβη επί παραδείγματι στην πιο πρόσφατή της ταινία, την «Priscilla», μια ταινία στηριζόμενη στο βιβλίο «Ο Έλβις κι εγώ» για το γάμo της Πρισίλα Πρίσλεϊ αλλά και το χωρισμό της με τον Έλβις Πρίσλεϊ.
Η Πρισίλα γνώρισε τον Έλβις στα 15 της χρόνια στη Γερμανία.
Ο θετός της πατέρας υπηρετούσε σε αμερικάνικη στρατιωτική βάση κι ο Έλβις εκεί εξέτιε τη στρατιωτική του θητεία. Ο βασιλιάς του ροκ εν ρολ, γοητεύτηκε από το νεαρό κορίτσι και την ήθελε δικιά του. Την καλεί σε πάρτι, της κάνει δώρα, της ζητάει να γυρίσουν μαζί πίσω στην Αμερική.
Η Κόπολα ξεκινάει την ταινία με την πρώτη γνωριμία τους και την ολοκληρώνει με τον τελευταίο αποχαιρετισμό, όταν η Πρισίλα τον εγκαταλείπει 12 χρόνια μετά.
Επιλέγει το κέντρο βάρους της ταινίας να μην είναι ο σταρ του ροκ εν ρολ.
Ο Έλβις στα βασικά πλάνα της ταινίας είναι απών, επί της ουσίας όμως είναι παρών. Απορροφά τη ψυχή και το σώμα της Πρισίλα, ακόμη και με την απουσία του. Εμφανίζεται συνήθως με φίλους του, ποτέ μόνος του με την Πρισίλα και η Κόπολα δίνει όλη της την προσοχή, στον εσωτερικό κόσμο της συντρόφου του , στα αισθήματα μοναξιάς και εγκατάλειψης.
Βεβαίως η Κόπολα, με το γάντι αποκαθηλώνει τον Έλβις.
Από την οπτική της συζύγου του, ο Έλβις (τον ερμηνεύει ο Τζέικομπ Ναθάνιελ Ελόρντι) εμφανίζεται χειριστικός, παρασυρόμενος από τη δόξα. Εντούτοις, η Κόπολα δεν τον παρουσιάζει διαβολικό ούτε και έτοιμο να θέλει στη σύντροφό του να κάνει κακό.
Χειριστικός όμως είναι.
Από το πως της επιβάλλει να βάψει το μαλλί, πως να ντύνεται, να μακιγιάρεται μέχρι το πως να εμφανίζεται δίπλα του, ως προέκτασή του δικού του εαυτού. Πλέον η Πρισίλα είναι θλιμμένη και το σπίτι της είναι μια απέραντη φυλακή.
Τα παστέλ χρώματα, τα προσεγμένα κοστούμια και τα καλοφτιαγμένα σκηνικά, συνθέτουν ρεαλιστικά την ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’60.
Την ίδια στιγμή όμως, το αυτοβιογραφικό κείμενο, οι κατακερματισμένοι διάλογοι, εν γένει το σύνολό της αφηγηματικής δομής, δεν επιτρέπουν στην ηθοποιό Κέιλι Σπέινι να τροφοδοτήσει τις σκηνές με τις απαραίτητες εσωτερικές- εξωτερικές εντάσεις και εμφανίζεται η νεαρή ηθοποιός να ερμηνεύει το ρόλο υπνωτιστικά- μονοδιάστατα. Η ερμηνεία της είναι ενταγμένη μέσα σε μια ληθαργικού τύπου προσέγγιση της Κόπολα, η οποία επιδιώκει να ταυτίσει την κατάσταση που βιώνει η ηρωίδα σαν φυλακισμένη, όμως στις περισσότερες σκηνές τίποτα δεν πάλλεται. Κανένα συναίσθημα δεν εκρήγνυται και όλα τα στοιχεία που την αποτελούν γρήγορα εξαντλούνται και φθίνουν.
Στο έργο δεν ακούμε τα τραγούδια του Έλβις, επειδή οι κληρονόμοι του, πολλά από όσα έχει καταγράψει στο βιβλίο της η Πρισίλα Πρίσλεϊ τα αμφισβητούν, τα οποία με περίσσεια ευκολία αποδέχθηκε στο σενάριό της η Σοφία Κόπολα.
Η Αμερικανίδα σκηνοθέτις, εάν επιθυμούσε να εντρυφήσει στο ζήτημα «ένας άντρας που επιβάλλεται και κυριαρχεί στη σύζυγό του», ίσως χρειαζόταν να καταπιαστεί με ένα διαφορετικό σενάριο από αυτά καθ’ αυτά τα βιώματα της Πρισίλα, εξαιτίας του γεγονότος, ότι ο Έλβις είχε μεν πολλές αδυναμίες αλλά είχε και χαρακτηριστικά που ενίσχυαν μια φωτεινή του πλευρά. Η Κόπολα μπήκε αυτοβούλως μέσα σε ένα λαβύρινθο και βάλτωσε.
Η ταινία “Priscilla”, προβάλλεται από την Πέμπτη 8/2/2024 στους κινηματογράφους.