Αλήθεια, ποιες διεργασίες δημιούργησαν τις συνθήκες ώστε ένα πολύ συγκεκριμένο έθιμο να είναι τόσο ίδιο σε αιγαιοπελαγίτικα νησιά, σε χωριά της κεντρικής και βόρειας Ελλάδας, σε αρκετά μέρη των Βαλκανίων και σε ένα νησί στην άλλη άκρη της Μεσογείου;
Να ήταν οι ρωμαϊκές λεγεώνες και το φυλετικό τους μωσαϊκό που το διέσπειραν ή μήπως η Βυζαντινή αυτοκρατορία και η δική της πολυφυλετική στρατιωτική δύναμη;
Ή κάτι εντελώς άλλο;
Κανείς δεν ξέρει και, το πιθανότερο, κανείς, ποτέ, δεν θα το μάθει.
Και δεν έχει σημασία.
Σημασία έχει ότι στο πρόσφατο ταξίδι μας στη Σαρδηνία, στην επαρχία της Μπαρμπαγιάς και στο εξαιρετικό Λαογραφικό – Εθνογραφικό Μουσείο της πανέμορφης πόλης Νουόρο, είδαμε να εκτίθενται μια σειρά κοστουμιών, τόσο όμοιων με εκείνα που φορούν οι κουδουνάτοι της Σκύρου, της Μυτιλήνης, της Νάξου, οι Ρογκατσαραίοι της Θεσσαλίας και της Δυτικής Μακεδονίας, οι Μπαμπόγεροι των Σερρών, οι Μωμόγεροι της Δράμας και του Πόντου.
Στη Σαρδηνία τους λένε Μαμουθόνες.
Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιοχές, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν λεπτομέρειες που διαφοροποιούν ελάχιστα το έθιμο αλλά στα βασικά σημεία, τα κουδούνια, οι προβιές, τα βαμμένα ή μασκαρεμένα πρόσωπα, η σκωπτική διάθεση των μασκαρεμένων, παραμένουν εντυπωσιακά όμοια. Δεν ξενίζει τόσο το γεγονός ενός δρώμενου–ανάμνησης μιας ίσως Διονυσιακής ή Μωμικής λατρείας, όσο η περίεργη κι ενδιαφέρουσα γεωγραφική του εξάπλωση.
Και δεν είναι το μόνο κοινό της «ορεινής» Σαρδηνίας με δικά μας έθιμα ή διατροφικές συνήθειες.
Για παράδειγμα, αγαπούν το ψητό γουρουνόπουλο, όπως σε περιοχές της Πελοποννήσου, κι ας μην ήταν ποτέ υπό μουσουλμανική κατοχή να της ρίξουν το φταίξιμο, όπως συμβαίνει στην Καλαμάτα παραδείγματος χάρη.
Ακόμα πιο τρανταχτή περίπτωση είναι εκείνη του cordula, ενός είδους κοκορετσιού όπου τα εντόσθια έχουν αντικατασταθεί από τη μπόλια, λωρίδες από το στομάχι του αρνιού ή κατσικιού και τα γλυκάδια, ενώ το έντερο τυλίγεται με μαεστρία γύρω από αυτά, πριν το τελικό προϊόν ψηθεί στη σούβλα.
Μπορεί όλα τα παραπάνω να είναι εντυπωσιακά, εκείνο όμως που μας άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις είναι ένα αξέχαστο μεσημεριανό τραπέζι.
Είχαμε ήδη από την Ελλάδα κάνει κράτηση, εντυπωσιασμένοι από την άριστη διαδικτυακή βαθμολογία του εστιατορίου αλλά και από τα πιάτα που είδαμε ότι προσφέρει.
Τίποτα όμως δεν μας είχε προετοιμάσει για αυτό που συναντήσαμε.
Φτάσαμε καθυστερημένοι κατά ένα δεκαπεντάλεπτο, κυρίως προσπαθώντας να οδηγήσουμε στα στενά, πλακόστρωτα δρομάκια του χωριού Ολιάνα, με τις οδηγίες του GPS να είναι τραγικές σε ορισμένες περιπτώσεις.
Τίποτα στην είσοδο, πέρα από μια διακριτική πινακίδα στην κολώνα της αυλόπορτας, δεν έδειχνε ότι εκεί ήταν εστιατόριο. Γιατί δεν ήταν...
Ανοίξαμε την αυλόπορτα, μια κυρία καλοβαλμένη κι ένας χαμογελαστός κύριος μας υποδέχτηκαν με απορία, όταν τους ανακοινώσαμε στα Αγγλικά ότι είχαμε κάνει κράτηση.
Ήταν φανερό ότι δεν ήξεραν άλλη γλώσσα πέρα από τη μητρική τους, αλλά κατάλαβαν το reservation.
Η αυλή ήταν ένας μικρός παράδεισος.
Μια θαλερή λουίζα, ένα ολοζώντανο, υγιές, φασκόμηλο, μέντα και δυόσμος, παχύφυτα και δυο υπέροχα λωτόδεντρα έκρυβαν το ισόγειο μιας περιποιημένης δίπατης μονοκατοικίας.
Ο κύριος, Vincenzo ήταν το όνομά του, μας οδήγησε σε μια σάλα στο ισόγειο του σπιτιού.
Η σάλα ήταν ένα μακρόστενο δωμάτιο, όχι παραπάνω από 25 τετραγωνικά.
Στη μέση κυριαρχούσε ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι που χωρούσε 15 καλεσμένους.
Αριστερά από την είσοδο, ήταν ένας μεγάλος νεροχύτης με σερβίτσια, απέναντι, στο βάθος, η πόρτα για την τουαλέτα, στη γωνία μια πέτρινη, ημικυκλική κατασκευή και δεξιά από την είσοδο, μια μικρότερη πόρτα, οδηγούσε στο κελάρι.
Από το άνοιγμα, μπορούσες να δεις τις ανοξείδωτες δεξαμενές κρασιού.
Οι τοίχοι της σάλας, από τη μέση και πάνω, ήταν ολόγραφοι με φράσεις στα Σαρδήνικα, ποιήματα του πεθερού του Vincenzo, από όσα μάθαμε, κι αυτό έδωσε νόημα στο όνομα του μαγαζιού «Η Αυλή του Ποιητή».
Δεν ήταν ακριβώς εστιατόριο, ήταν ένα Home Restaurant, κάτι όχι ασυνήθιστο σε πολλά μέρη εκτός Ελλάδας, μια ιδέα που λατρεύω και θα ήθελα να τη δω να απλώνεται και στη χώρα μας.
Στο μεγάλο τραπέζι καθίσαμε τελικά 10 άτομα, όχι όπως θέλαμε αλλά όπως ο Βιντσέντζο μας έβαλε, στοχεύοντας στο ανακάτεμα, στη δημιουργία παρέας, κάτι που τελικά το κατάφερε.
Ακόμα από την είσοδο, μας προσφέρθηκε ένα ποτήρι προδόρπιος λευκός, δροσερός οίνος.
Τα φαγητά έμπαιναν σε πιατέλες στο μέσο του τραπεζιού, κάτι που έκανε υποχρεωτικό το μοίρασμα, κι αυτό, δηλαδή το να μοιράζεσαι το φαγητό σου, είναι που χτίζει τις παρέες.
Στην αρχή ήρθαν τα ιδιότυπα ψωμιά της περιοχής, ένα πακέτο από λεπτές πίτες, σαν χοντρά, χωριάτικά φύλλα.
Ο καθένας έσπαγε ένα κομμάτι κι έτρωγε.
Έπειτα, τρείς ξύλινοι δίσκοι σερβιρίσματος με αλλαντικά και τυριά, παγωμένο νερό και κόκκινο, ντόπιο κρασί, όλα σε πήλινες καράφες.
Μόλις τελειώσαν τα τυριά και τα αλλαντικά – κυριολεκτικά τελείωσαν, ο Βιντσέντζο επέμεινε να τελειώνουν όλα – ήρθαν τα ορεκτικά.
Αβγά στραπατσάδα με ντομάτα και κρεμμύδι (uova strapazzate al pomodoro e cipolla), ένα είδος πατατοσαλάτας, άγρια χόρτα τσιγαριαστά και συμπλήρωμα τυριά, ρικότα φρέσκια και καλιάτα – στην ουσία η πιο απλή μορφή τυριού, ανάλατο κι ανεπεξέργαστο τυρόπηγμα.
Ακολούθησε το πρώτο πιάτο, χειροποίητα ζυμαρικά – μακαρούνες – με σάλτσα ντομάτας και μπόλικο πεκορίνο Sardo, τοπικό πρόβειο τυρί.
Για το τέλος, ήρθαν πιατέλες με γουρουνάκι ψητό και κατσικάκι – λιώμα – στη γάστρα.
Ήταν πραγματικά μέρος της όλης ιεροτελεστίας να ακούς την τραγανή πέτσα από το γουρουνάκι να σπάει στο στόμα δέκα ανθρώπων.
Αυτό που ακολούθησε, ήταν Η έκπληξη: στους θαρραλέους από εμάς (τέσσερις στους δέκα) προσφέρθηκε το διαβόητο τυρί της Σαρδηνίας και κάποιων περιοχών της νότιας Κορσικής, το κάζου μάρτσου.
Δεν θα σας προκαλέσω με λεπτομέρειες, οι θαρραλέοι εξ υμών αναζητήστε πληροφορίες στο διαδίκτυο.
Μείναμε περισσότερες από τρεις ώρες στην Αυλή του Ποιητή.
Τα τελευταία που έφτασαν στο τραπέζι, ήταν ένα semifreddo με ρικότα και κρέμα επιλογής για τον καθένα, ένα γλυκό με βάση τη ρικότα και ένα ποτήρι λικέρ που μπορούσες να επιλέξεις ανάμεσα σε έξι διαφορετικά.
Επέλεξα το filu ‘e ferru κι η Ελένη το λικέρ από καρπούς Μυρτιάς.
Το “φίλου ε φέρου” είναι το τσίπουρο της περιοχής, με το συγκεκριμένο να αγγίζει τους 48 βαθμούς!
Φύγαμε από την Αυλή του Ποιητή, γεμάτοι εμπειρίες, γεύσεις, αναμνήσεις, αγάπη.
Υπολογίζαμε να μείνουμε μια ώρα και χωρίς να το καταλάβουμε, πέρασαν σχεδόν τέσσερις.
Αλλά αυτά είναι που κάνουν μια εκδρομή αξέχαστη.