Άρθρο του Στέλιου Κατωμέρη, Διδάκτορα Κοινωνικής Οικονομίας
Η Κοινωνική Οικονομία (ΚΟ) ως χώρος κοινωνικής και οικονομικής δράσης εμφανίστηκε νομοθετικά στη Δυτική Ευρώπη στη δεκαετία του 1990 σε μια περίοδο έντονων κοινωνικών και οικονομικών προκλήσεων λόγω των συνεχών κρίσεων τοπικού και διεθνούς χαρακτήρα.
Έκτοτε η ΚΟ λειτουργεί σε ένα πλαίσιο μετάβασης και ήπιας κοινωνικής ανασυγκρότησης με κεντρικούς πυλώνες της, την εθελοντική αλλά και την επιχειρηματική δράση των φορέων της.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η ΚΟ δημιούργησε στενούς δεσμούς με τις τοπικές κοινωνίες προσφέροντας λύσεις κοινωνικής και εργασιακής ένταξης σε πολίτες που αντιμετώπιζαν ποικίλους αποκλεισμούς λόγω κοινωνικών, πολιτισμικών και άλλων χαρακτηριστικών.
Σήμερα η ΚΟ παρέχει απασχόληση σε περίπου 14 εκατομμύρια ευρωπαίους πολίτες, με συνεισφορά στο 6,3% της απασχόλησης του ενεργού πληθυσμού, δημιουργεί κατά μέσο όρο το 8% του ΑΕΠ της ΕΕ, ενώ οι 2,8 εκατ. κοινωνικές επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 10% των επιχειρήσεων.
Λόγω των αξιοθαύμαστων αποτελεσμάτων της, η ΚΟ σήμερα θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες τοπικής ανάπτυξης και εργασιακής ένταξης και ένα από τα 14 βασικά οικοσυστήματα της ΕΕ το οποίο δημιουργεί το 6,54% της προστιθέμενης αξίας της ΕΕ (791 δισ. EUR).
Σχετικά πρόσφατα, τον Μάιο του 2021, η ΕΕ επιβεβαίωσε την αναγκαιότητα επιτάχυνσης και βελτίωσης της ανθεκτικότητας του οικοσυστήματος της «εγγύτητας και κοινωνικής οικονομίας» όπως ονομάστηκε έκτοτε, μέσω της δρομολόγησης της οδού μετάβασης (Transition Pathway) που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2022. Στην απόφαση αυτή αναφέρθηκε ότι οι κοινωνικές επιχειρήσεις είναι σχήματα ομαλής επιχειρηματικότητας, ιδρύονται και δρουν τοπικά σε επίπεδο δήμου ή περιφέρειας και λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες των πολιτών, των εργαζομένων και άλλων ενδιαφερόμενων μερών, ενώ ταυτόχρονα συμβάλλουν στο να διασφαλιστεί η επίτευξη δίκαιων και χωρίς αποκλεισμούς μεταβάσεων.
Σήμερα στη χώρα μας, σε μια συγκυρία ποικίλων προκλήσεων και κοινωνικών ανισοτήτων, αναζητούμε όλο και περισσότερο την αλλαγή και τη μετάβαση από ένα φανερά απερχόμενο και δυστοπικό κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο στη βιώσιμη λειτουργία της κοινωνίας μας.
Οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΤΑ) και ειδικότερα οι δήμοι, παρατηρούν τις κοινωνικές ανάγκες και ακούν τα αιτήματα από την κοινότητα. Άλλωστε οι αιρετοί της ΤΑ αφουγκράζονται τα τοπικά προβλήματα αφού εκλέγονται και οι ίδιοι τοπικά και αποτελούν μέρος των τοπικών κοινωνιών. Οι πολίτες με την πρόσθετη ιδιότητα του δημότη αναμένουν πρωτίστως από τη πρωτοβάθμια τοπική Αυτοδιοίκηση, τους δήμους δηλαδή, τη λήψη μέτρων για αντιμετώπιση τοπικών προβλημάτων, ενδεχομένως και τον σχεδιασμό τοπικών κοινωνικών πολιτικών οι οποίες μπορεί να εστιάζουν στην κοινωνική και εργασιακή ένταξη.
Οι τοπικές διοικήσεις, καλούνται συχνά να απαντούν σε αιτήματα και να ρυθμίζουν δυσλειτουργίες οι οποίες δε θεραπεύονται από οριζόντιες πολιτικές του κεντρικού κράτους. Ωστόσο είναι γνωστό ότι οι δήμοι δεν διαθέτουν οικονομικούς πόρους για τον σχεδιασμό ειδικών πολιτικών τοπικής εμβέλειας, έπειτα μάλιστα από την παύση της λειτουργίας των ΝΠΔΔ από 1/1/24, η οργάνωση, εμβάθυνση και παρακολούθηση τέτοιων πρωτοβουλιών ίσως δημιουργήσει επιπλέον προκλήσεις, επιβάρυνση και καθυστερήσεις στην υπάρχουσα διοικητική τους δομή οργάνωση.
Η ΚΟ και συγκεκριμένα η Κοινωνική Επιχειρηματικότητα, μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μοχλό επίλυσης τοπικών κοινωνικών προβλημάτων κοινωνικής πρόνοιας και εργασιακής ένταξης.
Στην Ελλάδα, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη η ΚΟ μπορεί να συντελέσει θετικά στην προσπάθεια επίλυσης και θεραπείας δυσλειτουργιών τοπικού χαρακτήρα και να συμβάλλει σε σχέδια μετάβασης που θα ξεκινούν από τη τοπική κοινότητα και θα επιστρέφουν σε αυτή.
Το ελληνικό οικοσύστημα της Κοινωνικής Οικονομίας περιλαμβάνει συνεργατικά μοντέλα τα οποία μοχλεύουν τοπικές αλυσίδες αξίας και εμπιστοσύνης, προωθούν την τοπική παραγωγή και κατανάλωση, δημιουργούν απασχόληση η οποία σε συνδυασμό με την οικονομική τους δραστηριότητα παραμένει εντός των διοικητικών ορίων των τοπικών κοινοτήτων.
Οι κοινωνικές επιχειρήσεις (Κοιν.Σ.Επ. και Κοι.Σ.Π.Ε.) ιδρύονται σύμφωνα με τον νόμο 4430/2016, έχουν κοινωνικό σκοπό, ασκούν οικονομική δραστηριότητα στην ελεύθερη αγορά όπως οι συμβατικές, αλλά σύμφωνα με το άρθρο 21, τα κέρδη τους δεν διανέμονται στα μέλη αλλά επενδύονται – σύμφωνα με το καταστατικό τους – σε κοινωνικούς σκοπούς και στην εργασιακή ένταξη των μελών τους ή τρίτων.
Είναι αστικοί συνεταιρισμοί 5-7 μελών κατ’ ελάχιστον, λειτουργούν δημοκρατικά και υπάγονται για τη σύννομη λειτουργία τους στο Μητρώο της Διεύθυνσης Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας του Υπουργείου Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας.
Η Κοινωνική Οικονομία αποτελείται εν γένει από πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες συμβάλλουν ενεργά στην κοινωνική συνοχή, τη τοπική δικτύωση και στην αποτελεσματική επικοινωνία μεταξύ πολιτών και αυτοδιοίκησης.
– Ο Δρ Στέλιος Κατωμέρης είναι εμπειρογνώμονας Κοινωνικής Οικονομίας, Μέντορας Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας, Κοινωνικός Επιχειρηματίας και Εκπαιδευτής Ενηλίκων.
– Είναι κάτοχος Μάστερ Κοινωνικής Πολιτικής και Διδακτορικού Διπλώματος (Κοινωνική Οικονομία και Απασχόληση) του Παντείου Πανεπιστημίου (Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής).
– Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα επικεντρώνονται στην απασχόληση στο οικοσύστημα της Κ.ΑΛ.Ο., στην ανάπτυξη δεξιοτήτων των κοινωνικών επιχειρηματιών και τη βελτίωση του θεσμικού και επιχειρησιακού πλαισίου της κοινωνικής Οικονομίας.