Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Σ. Μπάροουζ, η ταινία «Queer» ενώ υπερβαίνει τη μετριότητα, δεν καταφέρνει να φτάσει στο επίπεδο μιας πραγματικά σπουδαίας κινηματογραφικής δημιουργίας.
Ο Λούκα Γκουαντανίνο, γνωστός για την αισθητική τελειότητα και τη συναισθηματική ένταση που διακρίνει το έργο του «Call Me by Your Name», εδώ επιλέγει να απομακρυνθεί από μια πιστή μεταφορά του βιβλίου, επιβάλλοντας το προσωπικό του ύφος.
Το αποτέλεσμα είναι ένα φιλμ που, αν και κρατάει τον πυρήνα της νουβέλας, εμφανίζει αισθητές αφηγηματικές αδυναμίες, κυρίως στο τρίτο από τα τέσσερα κεφάλαια.
Οι αδυναμίες αυτές, ίσως απορρέουν και από το ίδιο το λογοτεχνικό έργο.
Ο Γουίλιαμ Λι, που υποδύεται με έντονη εκφραστικότητα ο Ντάνιελ Κρεγκ, είναι ένας γκέι άντρας, μοναχικός και αλκοολικός, βυθισμένος σε έναν φαύλο κύκλο εθισμών και ανεκπλήρωτων επιθυμιών.
Ο Κρεγκ παραδίδει μια από τις πιο τολμηρές ερμηνείες του, αποτυπώνοντας με εντυπωσιακή ακρίβεια τις αντιφάσεις του χαρακτήρα του.
Πάθος, απόγνωση, μοναξιά και αβεβαιότητα.
Οι συχνές εναλλαγές συναισθημάτων του Λι αποδίδονται με απίστευτη αυθεντικότητα.
Η ταινία προσεγγίζει το ζήτημα της ερωτικής έλξης και του ανεκπλήρωτου έρωτα επιτρέποντας διαφορετικές ερμηνείες.
Αν και στον πυρήνα της βρίσκεται η ομόφυλη ερωτική επιθυμία, τα συναισθήματα που απεικονίζονται είναι οικουμενικά.
Ο Λι ερωτεύεται τον νεαρό Γιουτζίν Άλλερτον, έναν χαρακτήρα που υποδύεται με αινιγματική ψυχρότητα ο Ντρου Στάρκι.
Η σχέση τους υπόσχεται αρχικά να εξελιχθεί σε κάτι ουσιαστικότερο, ωστόσο παραμένει στάσιμη και ασύμμετρη, αφήνοντας ένα κενό, σαν κάτι να λείπει.
Η σκηνοθετική δεινότητα του Γκουαντανίνο είναι αδιαμφισβήτητη.
Κάθε πλάνο είναι καλλιτεχνικά προσεγμένο, ενώ οι σκηνές στην Πόλη του Μεξικού της δεκαετίας του 1950 αποπνέουν μια μοναδική αίσθηση νοσταλγίας και παρακμής.
Οι αντιθέσεις φωτισμού, οι ζεστοί χρωματικοί τόνοι και οι προσεγμένες λεπτομέρειες δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που υποστηρίζεται άριστα από τη μουσική επένδυση.
Η μουσική είναι συνεχώς παρούσα, ενισχύοντας την αίσθηση αποξένωσης και μελαγχολίας που διατρέχει την ταινία, αλλά σε κάποιες στιγμές, η μουσική δεν ενσωματώνεται φυσικά αλλά με κάποιο τρόπο, επιβάλλεται.
Η δεύτερη πράξη, η πιο αισθησιακή και εσωτερική, θίγει θέματα όπως η νιότη, η φθορά του χρόνου και η ελπίδα ότι ο έρωτας μπορεί να γεφυρώσει το χάσμα.
Παρά τις υποσχέσεις που αφήνει, η ταινία δεν καταφέρνει να εξερευνήσει πλήρως αυτά τα ζητήματα.
Ο Γκουαντανίνο φαίνεται να διστάζει να εμβαθύνει περισσότερο, αφήνοντας μια αίσθηση ανεκπλήρωτων προσδοκιών.
Η τρίτη πράξη, που διαδραματίζεται στη ζούγκλα του Ισημερινού, είναι οπτικά εντυπωσιακή αλλά αφηγηματικά αδύναμη. Οι σκηνές που προορίζονται να κορυφώσουν την πλοκή μοιάζουν βεβιασμένες και αμήχανες, στερώντας από την ταινία τη δυνατότητα να προσφέρει μια ουσιαστική δραματική κορύφωση.
Παρά τα προβλήματά της, η ταινία «Queer» παραμένει άνω του μετρίου, χάρη στη σκηνοθετική μαεστρία του Γκουαντανίνο και την αφοσίωση του Κρεγκ στον ρόλο του.
Το «Queer» αφήνει ανάμεικτες εντυπώσεις, καταφέρνει όμως, να εγείρει σκέψεις για την επιθυμία, τη μοναξιά και την ανάγκη για σύνδεση.
Η ταινία “Queer” προβάλλεται από την Πέμπτη 16/1 στους κινηματογράφους.