Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Η ταινία «Πριν Το Τέλος» (Dying) δεν αφορά απλώς την πορεία προς τον θάνατο, αλλά κυρίως την αγωνία και την ανάγκη για ουσιαστική επαφή, που αναδεικνύονται μέσα σε μια οικογένεια γεμάτη ρωγμές.
Μέσα από ξεχωριστά κεφάλαια, ο Γερμανός σκηνοθέτης Ματίας Γκλάσνερ επιτρέπει στο κοινό να αντικρίσει τον ίδιο κόσμο από διαφορετικές οπτικές, σχεδόν σαν να βιώνει διαφορετικές εκδοχές των προσωπικών κρίσεων και του ίδιου του θανάτου.

Η υπερβολική διάρκεια της ταινίας και η διάθεση του σκηνοθέτη να « μιλήσει πολύ» δεν αφήνει το προσωπικό στοιχείο να μετουσιωθεί σε κάτι βαθύτερα υπαρξιακό, με αποτέλεσμα να παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένα έργο που εστιάζει περισσότερο στην πλοκή παρά στην ουσία.
Στο κέντρο της ιστορίας βρίσκεται μια ηλικιωμένη γυναίκα, αφού χάνει τον σύντροφό της, νιώθει μια σύντομη ελευθερία, πολύ γρήγορα όμως, αυτή η αίσθηση σβήνει μπροστά στον φόβο που φέρνουν οι δικές της σοβαρές ασθένειες.
Ο γιος της, ένας μαέστρος σε δημιουργικό αδιέξοδο, μοιάζει ανίκανος να διαχειριστεί το συναισθηματικό φορτίο της οικογένειας, ενώ προσπαθεί να δουλέψει με τον αυτοκαταστροφικό συνθέτη Λόρεντς Ντάνγκελ.
Την ίδια στιγμή, η κόρη της, οδηγεί την κατάστασή της στα άκρα, αναζητώντας ανώφελα τη λύτρωση στο αλκοόλ και σε μια ταραχώδη σχέση με έναν οδοντίατρο.
Ο σκηνοθέτης Ματίας Γκλάσνερ σκιαγραφεί με ωμή ειλικρίνεια το πόσο εύθραυστη μπορεί να γίνει η ανθρώπινη ύπαρξη όταν δεν υπάρχει συναισθηματική στήριξη.
Είναι εμφανές ότι μέσα από τον χαρακτήρα του Τομ, ο Γκλάσνερ κουβαλάει στοιχεία της δικής του ιστορίας, τόσο στις ματαιωμένες φιλοδοξίες όσο και στην ανείπωτη μοναξιά.
Στη σκηνή της εξομολόγησης μεταξύ Τομ και της μητέρας του, τα βλέμματά τους ακουμπούν μια βαθιά, σιωπηρή πληγή… την αδιαφορία που διαλύει κάθε δεσμό.
Παρά τη δύναμη αυτών των στιγμών, η ταινία δεν κατορθώνει να διατηρήσει την ίδια ποιότητα σε όλη τη διάρκειά της.
Είναι και τρίωρη.
Η ερμηνεία του Λαρς Έιντιγκερ κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον, όπως και η θορυβώδης εμφάνιση της Λίλιθ Στάνγκενμπεργκ (Έλεν).
Όμως, η ταινία κουράζει, με ορισμένες σκηνές να γίνονται επαναλαμβανόμενες ή υπερβολικά «δραματοποιημένες».
Η αλκοολική πτώση της Έλεν και η «άγαρμπη» παρουσίαση του συνθέτη, κουβαλάνε κλισέ και πολύ περιττό μπλα μπλα.
Υπάρχουν στιγμές που η ταινία μεταφέρει – έστω και υπερβολικά – τα αδιέξοδα των ηρώων, αλλά παράλληλα αφήνει την αίσθηση ότι πέραν της αφήγησης, ο Ματίας Γκλάσνερ δεν μπορεί να την οδηγήσει πιο πέρα, σε ένα οικουμενικό σύμπαν.
Η ταινία “Πριν το Τέλος” προβάλλεται από την Πέμπτη 10 Απριλίου στους κινηματογράφους.