Στέλιος Κατωμέρης, Διδάκτωρ Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου

Η ελληνική πολιτική ζωή είναι ένα σύνθετο και συχνά δραματικό πεδίο, στο οποίο οι αξίες της δημοκρατίας συγκρούονται αδιάκοπα με τις καθημερινές πρακτικές της εξουσίας. Αν ένας/μια επίδοξος/η πολιτικός ξεκινήσει με την ειλικρινή πρόθεση να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον με ακεραιότητα και διαφάνεια, πολύ σύντομα θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει ένα σύστημα που έχει εθιστεί στον ασύδοτο αήθη συμβιβασμό και τις υπόγειες διαδρομές, το οποίο θεωρεί τις πελατειακές σχέσεις ως απαραίτητη προϋπόθεση της πολιτικής πράξης.
Κάθε πολιτικός γνωρίζει ότι η εκλογική επιτυχία σπάνια κρίνεται αποκλειστικά από τις ιδέες ή το όραμα. Αντιθέτως, βασίζεται σε μια ιδιότυπη συμφωνία, μέσω της οποίας ο πολιτικός προσφέρει ή υπόσχεται εξυπηρετήσεις – διορισμούς, μικρά ή μεγάλα έργα – και ο πολίτης ανταποδίδει με την ψήφο του. Η συλλογική συνείδηση διαμορφώνεται ως κουλτούρα που υπαγορεύει την συναλλαγή ως αυτονόητη συνιστώσα, ενώ οι πολιτικές αρχές παραμένουν απλές διακηρύξεις.
Στην καρδιά αυτού του δράματος βρίσκεται το διαχρονικό και συστηματικά καλλιεργούμενο πελατειακό κράτος, το οποίο συντηρείται από τους ίδιους τους πολιτικούς αλλά και από κάποιους κρατικοδίαιτους πολίτες. Η νοοτροπία των προσωπικών εξυπηρετήσεων έχει διαποτίσει τόσο βαθιά τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό, ώστε ακόμη και οι πιο ένθερμοι επικριτές της διαφθοράς συχνά «λυγίζουν» και καταφεύγουν σε πολιτικά γραφεία για να εξασφαλίσουν την «απαραίτητη» παρέμβαση. Η σχέση συναλλαγής συντηρείται και από τη χρόνια, εκούσια ή ακούσια, αναποτελεσματική οργάνωση του κράτους, με τρόπο ώστε το ρουσφέτι να είναι μονόδρομος και υποκατάστατο της θεσμικής λειτουργίας.
Η συχνότητα των εξυπηρετήσεων αποτελεί δείκτη επαφής με το εκλογικό ακροατήριο του πολιτευτή. Όταν π.χ. ο πολιτευτής δεν δέχεται αιτήματα για «διευκολύνσεις» είναι ένδειξη ότι «κάτι δεν πηγαίνει καλά» ή ότι χάνεται η επαφή με τους ψηφοφόρους. Κατά συνέπεια, στην ισχύουσα πολιτική κουλτούρα η αξιοπρέπεια αντιμετωπίζεται ως περιττή πολυτέλεια, μια ουτοπία ή ακόμη και ένδειξη αφέλειας, ενώ η ανεξαρτησία της σκέψης θεωρείται επικίνδυνη και ύποπτη. Ο πολιτικός που τολμά να απορρίψει τον πελατειασμό κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως αναίσθητος ή αλαζόνας και ύποπτος διάσπασης της κομματικής συνοχής ενώ οι αρχές και η ακεραιότητα του μετατρέπονται σε πολιτικά μειονεκτήματα.
Μια ακόμη θεμελιώδης διάσταση του προβλήματος είναι η εξάρτηση των πολιτευτών από τους μεγάλους οικονομικούς παράγοντες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που έχουν συγκεντρωθεί στα χέρια λίγων. Κάθε πολιτευτής αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα ότι χωρίς συμμαχίες με τα επιχειρηματικά συμφέροντα και κυρίως με τους μιντιακούς ολιγάρχες, η πολιτική του διαδρομή θα είναι σύντομη ή δεν θα ξεκινήσει καν. Η ισχύς των μέσων ενημέρωσης να αποδομούν ή να αναδεικνύουν πολιτικές προσωπικότητες είναι τόσο προφανής, ώστε ελάχιστοι τολμούν να τα αμφισβητήσουν. Οι ισχυροί δημοσιογραφικοί όμιλοι μπορούν να διαμορφώσουν την πολιτική ατζέντα και να δημιουργούν ευνοϊκό ή δυσμενές κλίμα κατά βούληση. Όποιος επιχειρήσει να αντισταθεί στο καθεστώς αυτό, διατρέχει τον κίνδυνο στοχευμένης απαξίωσης, επικοινωνιακού πολέμου και τελικά περιθωριοποίησης.
Στη στρεβλωμένη θεσμική λειτουργία του κράτους έρχεται να προστεθεί η συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του αρχηγού του κόμματος ειδικά όταν γίνει πρωθυπουργός. Το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο έχει παγιώσει μια θεσμική ανισορροπία αφού ο αρχηγός καθορίζει τις λίστες των υποψηφίων, διαμορφώνει έτσι τη σύνθεση της μέλλουσας κυβέρνησης και την επιβάλλει στο πλαίσιο λειτουργίας του κόμματος. Αντί οι βουλευτές να εκπροσωπούν με ανεξαρτησία τα συμφέροντα των περιφερειών τους, εξαρτώνται τόσο από τα τοπικά οικονομικά και μιντιακά δίκτυα όσο και από την ευμένεια της πολιτικής ηγεσίας στην οποία και προσκολλούνται. Εφόσον εκλεγούν, ακολουθούν αυστηρή κομματική πειθαρχία, που δεν αφήνει περιθώρια για αντίλογο και ουσιαστικά ακυρώνει τον ρόλο του κοινοβουλίου ως σώματος ελέγχου. Έτσι, ο αρχηγός και πιθανός πρωθυπουργός αναδεικνύεται σε κεντρικό διαχειριστή κάθε πτυχής της εξουσίας, χωρίς αντίβαρα ελέγχου. Οι δημοσκοπήσεις για τη καταλληλότητα ως πρωθυπουργού ή την προβολή νίκης που οργανώνονται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, αντικαθιστούν την ουσιαστική λογοδοσία. Σταδιακά, το κόμμα μετατρέπεται σε όργανο επιβολής αποφάσεων των οικονομικών κέντρων εξουσίας, ενώ οι αιρετοί μετατρέπονται σε θεσμικούς εκφραστές τους.
Ένας ακόμη σοβαρός συμβιβασμός είναι η αποδοχή της συγχώνευσης της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Η διάκριση των εξουσιών είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται εύθραυστη. Το κοινοβούλιο παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης και νομοθετεί λειτουργώντας ταυτόχρονα ως προέκταση της κυβέρνησης αφού η κυβέρνηση από ελεγχόμενος είναι ουσιαστικά ο ελέγχων. Η τελευταία επίσης διορίζει την ηγεσία της Δικαιοσύνης. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι των ανώτατων δικαστηρίων επιλέγονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, γεγονός που δημιουργεί θεσμική ώσμωση. Συνεπώς, κάθε πολιτικός που πιστεύει στο κράτος δικαίου καλείται να συμβιβαστεί, αφού οι υποτιθέμενοι διακριτοί ρόλοι είναι προσχηματικοί και η αξιοπρέπεια του συχνά υποχωρεί για να διατηρηθούν «εύθραυστες ισορροπίες».
Η υποβόσκουσα πολιτική κρίση που παράγεται από όλα αυτά επιτείνεται και από την συγκεντρωτική οργάνωση του ελληνικού κράτους. Οι περιφερειακές αρχές διαθέτουν περιορισμένες αρμοδιότητες και ουσιαστικά καμία αυτονομία για να σχεδιάσουν, να χρηματοδοτήσουν για να υλοποιήσουν πολιτικές που να ανταποκρίνονται στις τοπικές προτεραιότητες. Ακόμη και οι πολιτικοί που πιστεύουν στην αποκέντρωση έρχονται αντιμέτωποι με έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό που αντιμετωπίζει με καχυποψία κάθε μορφή συμμετοχικής δημοκρατίας. Η απουσία θεσμών άμεσης δημοκρατίας – όπως δεσμευτικά τοπικά δημοψηφίσματα, συμμετοχικοί προϋπολογισμοί και ισχυρά τοπικά συμβούλια – ενισχύει την αίσθηση αποξένωσης των πολιτών. Αυτή η νοοτροπία συμβάλλει σταθερά στην αυξανόμενη αποχή, καθώς οι κάλπες συχνά αναδεικνύουν όσους είναι πρόθυμοι να υπηρετήσουν τα παγιωμένα κεντρικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα και όχι εκείνους που μπορούν πραγματικά να υπηρετήσουν τον τόπο.
Το πιο αποθαρρυντικό αποτέλεσμα όλων αυτών είναι το παράδειγμα που προσφέρεται στις νεότερες γενιές. Οι φοιτητές και εν γένει οι νέοι που παρακολουθούν τη δημόσια ζωή διαπιστώνουν ότι η ακεραιότητα και η συνέπεια σπάνια ανταμείβονται. Αντιθέτως, η προσαρμοστικότητα, η σιωπή και η αποδοχή της συναλλαγής φαίνονται ως προϋποθέσεις επιτυχίας. Αυτή η απογοήτευση απομακρύνει πολλούς ικανούς ανθρώπους από τη δημόσια ζωή.
Το δράμα του σύγχρονου Έλληνα πολιτικού είναι η βεβαιότητα ότι η αξιοπρέπεια και η πολιτική σπάνια συμβαδίζουν. Το πελατειακό κράτος, η συγκεντρωτική διοίκηση, η συγχώνευση των εξουσιών και η υποταγή στα ισχυρά συμφέροντα δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου οι ηθικές πεποιθήσεις δοκιμάζονται μέχρι εξαντλήσεως. Η διόρθωση του αδιεξόδου απαιτεί βαθιές θεσμικές αλλαγές όπως η ενίσχυση της αποκέντρωσης, η δημιουργία συμμετοχικών θεσμών, σαφής διάκριση εξουσιών και αποσύνδεση της πολιτικής από τα ιδιωτικά κέντρα ισχύος. Εάν η κατάσταση δεν αλλάξει, η Δημοκρατία μας θα συνεχίσει να συμβιβάζεται σιωπηρά, να υπονομεύεται η νομιμοποίησή της και να απαξιώνονται όσοι προσπαθούν να τη στηρίξουν με καθαρή συνείδηση.
Πολλοί νέοι πολιτικοί ίσως συμφωνούν με αυτό το κείμενο αλλά διστάζουν να το πουν δημόσια. Οι πιο έμπειροι το διαβάζουν με τύψεις αλλά λαμβάνουν το αντίδοτο της «τέχνης του εφικτού» του Μπίσμαρκ και ηρεμούν, ενώ οι «παλιοί» εξ επαγγέλματος πολιτικοί πιθανόν να εξοργιστούν για τη «διασάλευση της τάξης» τους. Στην Ελλάδα, λένε, «αυτά δεν γίνονται».
Ίδωμεν!