Κριτική: Ιάκωβος Γωγάκης
Ένα πολύ ελπιδοφόρο ξεκίνημα που δεν είχε την ανάλογη συνέχεια.
Μια γυναίκα, η Λίντα, προσπαθεί να κρατήσει όρθια τη ζωή της. Ένα παιδί με σοβαρή ασθένεια και σωλήνα σίτισης, μια απαιτητική δουλειά ως θεραπεύτρια, έναν σύζυγο μόνιμα απών και ξαφνικά μια πλημμύρα που ρίχνει την οροφή του σπιτιού της και πετά, μάνα και παιδί, σε ένα άθλιο μοτέλ.

Αυτό το πλαίσιο θα αρκούσε για ένα δυνατό, σφιχτό δράμα γύρω από τη μητρότητα και το γυναικείο ζήτημα.
Στην πορεία όμως, η ταινία της Μέρι Μπρόνστεϊν, γίνεται υπερβολικά “θορυβώδης”. Οι ασταμάτητες φωνές της κόρης (εκτός κάδρου), οι καβγάδες με γιατρούς, κοινωνικούς λειτουργούς, υπαλλήλους πάρκινγκ και ρεσεψιόν, τα συνεχόμενα ξεσπάσματα πανικού, μαζί με την ασθενή που αφήνει το μωρό της να κλαίει, δημιουργούν μια διαρκή ένταση που αποσπά την προσοχή, αφήνοντας στην άκρη τα ουσιώδη ζητήματα.
Οι ακραίες καταστάσεις, το άρρωστο παιδί, το μοτέλ, τα φάρμακα και το ποτό, η σταδιακή ψυχική κατάρρευση δεν κορυφώνουν την ιστορία αλλά την αποδυναμώνουν, γιατί όλα είναι συνέχεια στο “volume 100”.
Η ταινία στηρίζεται ολοκληρωτικά στη Ρόουζ Μπερν, που βρίσκεται μονίμως “στην τσίτα”.
Δίνει μια δυναμική, νευρωτική ερμηνεία, αλλά η κάμερα, κολλημένη πάνω της, δεν λειτουργεί πάντα αφηγηματικά, κάποιες στιγμές αποξενώνει.
Η φωνητική-γκεστ παρουσία του συζύγου (Κρίστιαν Σλέιτερ) δίνει μια ενδιαφέρουσα ανδρική οπτική, έστω και από απόσταση.
Η ταινία, θέλει δικαίως να μιλήσει για το γυναικείο ζήτημα, το βάρος της φροντίδας, την ενοχή της μητέρας, την έλλειψη πραγματικής στήριξης. Όμως προσπαθεί να χωρέσει τα πάντα ασθένεια τέκνου, επαγγελματική εξουθένωση, σύστημα υγείας, ψυχική κατάρρευση, και τελικά… δεν εμβαθύνει αρκετά σε τίποτα.
Σε αντίθεση με το “Δωμάτιο”, που εστίαζε πιο καθαρά στη σχέση μητέρας–παιδιού και το τραύμα μετά την “απελευθέρωση”, εδώ η διασπορά θεμάτων διαλύει το συναίσθημα.
Η ταινία “Αν είχα πόδια θα σε κλοτσούσα” προβάλλεται από την Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου στους κινηματογράφους.
ΠΗΓΗ
Δείτε το trailer της ταινίας

