Σε λίγες μέρες, τη Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2025, στις 18:30, θα γίνει η παρουσίαση του μυθιστορήματος “Χλομά βουνά-στ’ αχνάρια του Χρηστομάννου“, της συγγραφέως Τίνας Κουτσουμπού, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηλιούπολης, σε συνεργασία με τη Λέσχη Ανάγνωσης Ηλιούπολης.
“Το φόρεμα“, είναι ένα μικρό διήγημά της Τίνας Κουτσουμπού, που την συνδέουν πολλά με την πόλη μας.
Μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ, ένα ακόμη κείμενό της που είχαμε δημοσιεύσει προγενέστερα, που είχε γράψει, όπως η ίδια σημείωνε, “για εκείνη την πόλη των παιδικών και εφηβικών της χρόνων που την στοιχειώνει νοσταλγικά ακόμη και σήμερα“!
ΕΙΧΕ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΣΥΜΜΑΖΕΨΕΙ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΝΤΟΥΛΑΠΑ.
Χρόνια ολάκερα στόλιζε το υπόγειο του πατρικού της κλείνοντας στα φύλλα της θησαυρούς. Είχε όμως αποφασίσει να πουλήσει το σπίτι που μεγάλωσε. Είχε ανάγκη τα χρήματα για την αρρώστια της. Κατέβηκε τα λίγα σκαλιά της αποθήκης που έτριζαν και παραμέρισε μια αραιοπλεγμένη κουρτίνα από ιστούς αράχνης στο κατώφλι. Είχε μεγάλη διάθεση εξερεύνησης κι ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει ό,τι της επιφύλασσε η αναμόχλευση του παρελθόντος δεκαετιών.
Την ξεχώρισε στο βάθος, πίσω από κάτι σκουριασμένα εργαλεία. Είχε αφεθεί να σαπίσει στην υγρασία και τη σκόνη κι ήταν γεμάτη πολυκαιρισμένα κειμήλια. «Η παλιά ντουλάπα μου», ψιθύρισε με μια νοσταλγία στη φωνή. Την άνοιξε κι άκουσε τον παραπονιάρικο λυγμό της για αυτή την καθυστερημένη παραβίαση. Τα παλιά βιβλία συγκατοικούσαν δίπλα σε ρούχα που τα διαπερνούσε η μυρωδιά της μούχλας. Ήταν μέσα σε νάιλον σακούλες περιμένοντας, μάταια, την αλλαγή σεζόν για να ξαναφορεθούν. Χάιδεψε τη σειρά των ρούχων με την παλάμη της σαν να φυλλομετρούσε τις σελίδες του εφηβικού της λευκώματος. Χαμογέλασε καθώς ξαναθυμόταν τις γιορτές και τις στιγμές που είχε χαρεί πάνω στο σώμα της όλη εκείνη την πανδαισία των υφασμάτων. Καθώς έψαχνε με κείνη την αφυπνισμένη περιέργεια που γεννούν τα παλιά αντικείμενα, το καλό της παλτό γλίστρησε στο πάτωμα, αποκαλύπτοντας μέσα από τον μπόγο ένα βυσσινί μεταξωτό φόρεμα. «Της Άντας», φώναξε μ’ ενθουσιασμό όσο τα δάχτυλά της άγγιζαν τις πτυχές του. Οι πιέτες του θρόιζαν ανάμεσα στα δάκτυλά της ενώ τα χρυσά κουμπιά του, στο σκοτάδι του υπογείου, της φάνηκαν να γυαλίζουν σαν τα μάτια της γάτας της. Το έσυρε έξω να το περιεργαστεί από κοντά. Αν και πολυκαιρισμένο ήταν ακόμη όμορφο και λαμπερό. Στητό κι αγέρωχο σαν να γνώριζε την μεγαλοπρέπειά του, εκείνο το πλισέ την καλούσε τώρα σε μια αναπόληση, χρόνια πίσω, τότε που το φόραγε κι αισθανόταν σαν μια σύγχρονη Καρυάτιδα, την εποχή των πρώτων ερώτων στο Πολυτεχνείο.
Με την Άντα σπούδαζαν μαζί, συγκάτοικοι από το πρώτο έτος. Έντονη στη μνήμη η σκηνή της γνωριμίας τους. Για να δουν το ίδιο διαμέρισμα με εκείνο τον μεσίτη, μια ανάσα δρόμος από τη σχολή. Εντυπωσιάστηκε. Με το σπίτι αλλά κυρίως με την Άντα. Εξωστρεφής και κοινωνική εκείνη κέρδισε αμέσως την ντροπαλή κι ανασφαλή Μαρία. Έμειναν έτσι μαζί και μοιράστηκαν σπίτι κι έξοδα κι η ζωή τους κυλούσε. Ήταν όμως οι δυο τους εκρηκτικά διαφορετικές κι εμφανισιακά. Όμορφη η Άντα, με αυτοπεποίθηση και κατακτήσεις, μάλλον άσχημη η Μαρία και μοναχική. Ζούσε καλά χάρις στην πληθωρική Άντα που δεν την άφηνε στη μοναξιά της κι όλο την καλούσε στις δικές της παρέες. Της είχε γίνει εμμονή να της βρει ταίρι. Αλλά με την ασχήμια και τη συστολή της, η Μαρία πού να σταυρώσει αρσενικό!
Μέχρι που πέρασε απ’ το δρόμο της ο Στέλιος. Καθημερινή της συνάντηση στη στάση για τη σχολή. Ψηλός, όχι απαραίτητα όμορφος, πάντα ατημέλητος με ένα ντοσιέ σημειώσεις στη μασχάλη έτρεχε να προλάβει την πρωινή παράδοση. Του είχε μαζέψει το ντοσιέ από τα σκαλιά που του έπεσε στο τρέξιμο. Ένας κόμπος στη φωνή της καθώς του πρωτομίλησε πρόδωσε την αγωνία της να του συστηθεί. Της χαμογέλασε κι ο κόσμος άστραψε μπροστά της. Και το ‘βαλε σκοπό της να κατακτήσει εκείνον τον καινούργιο Άδωνι. Μα χωρίς την τέχνη της σαγήνης και τα φυσικά χαρίσματα, ο Στελλάκης…. Στην απελπισία της, δανείστηκε το φόρεμα. Εκείνο το βυσσινί πλισέ και μάξι που έβαζε η φίλη της στις επίσημες εξόδους της κι εντυπωσίαζε τους πάντες. Ένιωθε η Μαίρη ενδόμυχα τη δύναμη του ρούχου. Ποτισμένο εκείνο με τ’ αρώματα και τα φιλιά εφήμερων ερώτων έσταζε ελπίδα κι υποσχέσεις κι ήταν η σανίδα σωτηρίας για την Μαίρη.
«Με σώζεις, θα στο χρωστώ», είπε της Άντας και το δανείστηκε για το πρώτο της το ραντεβού. Ήταν σίγουρη για την επιτυχία της αν την έκρινε από την εμφάνισή της. Κι ήξερε πως η πρώτη εντύπωση λέει πολλά για το πρώτο ερωτικό της βράδυ.
Η συνάντηση πέτυχε. Ο Στελλάκης σαν την είδε ν’ αστράφτει από χαρά μέσα σε εκείνο το αέρινο ύφασμα δέχτηκε πια και το τελευταίο βέλος του έρωτα και την φιλούσε, ξεκουμπώνοντας εκείνα τα χρυσά κουμπιά. Άστραφτε η Μαίρη μέσα στο μεταξωτό της περιτύλιγμα. Έγιναν ζευγάρι. Η εκπληκτική της εμφάνιση του έστειλε την ύστατη επιβεβαίωση για την επιλογή του. Την Μαρία την αγαπούσε για την καλοσύνη και τον ήπιο χαρακτήρα της, του ταίριαζε η συστολή της. Μα σαν την είδε έτσι όμορφη και περιποιημένη με κείνο το ρούχο, σάστισε. Η πρότασή του δεν άργησε να ‘ρθει.
Η Άντα τελικά της χάρισε το γουρλίδικο φόρεμα. Του χρωστούσε την ευτυχία και μια πρόταση γάμου. Το έσφιξε πάνω της με συγκίνηση καθώς το έβγαζε πια από την σκοτεινή του κρυψώνα, ένα κειμήλιο αγάπης και φιλίας.

