Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Στην «Παρθενόπη» ο Πάολο Σορεντίνο αναβιώνει τα θέματα που καθορίζουν το σινεμά του: την ομορφιά, τη φθορά του χρόνου και την εσωτερική απομόνωση.
Η ταινία αφηγείται τη ζωή μιας γυναίκας – που γεννήθηκε το 1950 – και αναπαριστά την αντίθεση ανάμεσα στην αίγλη της νιότης και τη μελαγχολία της ωριμότητας, τοποθετώντας τη Νάπολη ως το ιδανικό σκηνικό για αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας.
Όπως και στο «Χέρι του Θεού», η πόλη γίνεται τοπίο συναισθηματικής διαδρομής, με την Παρθενόπη να εμφανίζεται ως μια μυστηριώδης, σχεδόν άπιαστη φιγούρα, που άλλοτε σαγηνεύει και άλλοτε απομακρύνει τους ανθρώπους γύρω της.
Η ηρωίδα, αρχικά ερμηνευμένη από τη Ντάλα Πόρτα και αργότερα από τη Στεφανία Σαντρέλι, φέρει την ίδια σχεδόν μυθική απόσταση και έλξη, που χαρακτηρίζει τη Νάπολη, όπως αντιλαμβάνεται ο Σορεντίνο, τη γενέτειρά του.
Το ερωτικό τρίγωνο, στο οποίο εμπλέκεται η Παρθενόπη με τον αδελφό της και με το φίλο της, υπογραμμίζει την αποστασιοποίησή της, σχεδόν από τα πάντα.
Η απαγορευμένη έλξη του αδελφού της προς την ίδια, εκφράζεται με την ομολογία του «Δεν μπορώ να σε δω σαν αδερφή μου».
Σκηνοθετικά, ο Σορεντίνο δημιουργεί έναν κόσμο γεμάτο εικαστική μαγεία, όπου τα πλάνα εναλλάσσονται με συμβολικές αναφορές και μυθικά στοιχεία.
Ωστόσο, όσο η ταινία χρονικά εξελίσσεται , τόσο το εικαστικό στοιχείο μοιάζει να κυριαρχεί έναντι της αφήγησης, κρατώντας την ταινία, σε μια αισθητική απόσταση, που περιορίζει τη συναισθηματική σύνδεση με το κοινό.
Σε μια τολμηρή σεκάνς που θα συζητηθεί, ο Σορεντίνο τοποθετεί την υποκρισία των εκπροσώπων του Καθολικισμού στο προσκήνιο.
Η Παρθενόπη ρωτάει τον Καρδινάλιο για τη φύση της πίστης, κι εκείνος απαντά: «Η πίστη είναι ό,τι βλέπουν οι άλλοι, όχι αυτό που νιώθεις εσύ», εκφράζοντας τη διάσταση μεταξύ προσωπικής αλήθειας και συλλογικής αντίληψης, ένα σχόλιο που διατρέχει υπαινικτικά ολόκληρη την ταινία.
Παρά την εξαιρετική αισθητική της, η ταινία στο δεύτερο μέρος της , χάνει τη δυναμική της.
Η Ντάλα Πόρτα, αν και εντυπωσιακή, σε κάποιες στιγμές, δεν καταφέρνει να αγγίξει τις βαθύτερες πτυχές της ηρωίδας, όπως στη σκηνή με τους γονείς της- μετά τον θάνατο του αδελφού της- η απόδοσή της παραμένει υπερβολικά στατική.
Η απόμακρη φιγούρα της Παρθενόπης, αντικατοπτρίζει την ίδια την ταινία, η οποία διατηρεί μια απόσταση από το κοινό και δίνει την αίσθηση αποσπασματικότητας.
Παρ’ όλα αυτά, ο Σορεντίνο αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ένας εξαίρετος εικονοπλάστης, που δημιουργεί σκηνές γεμάτες ονειρική ατμόσφαιρα και υπαινικτική μελαγχολία. Η Νάπολη αναδεικνύεται σε έναν τόπο μυστικιστικό και ποιητικό, όπου η ομορφιά συνυπάρχει με τη θλίψη, μετατρέποντας κάθε εικόνα σε έναν στοχασμό για τη φευγαλέα φύση της νιότης και της ζωής.
Η ταινία “Παρθενόπη” προβάλλεται από την Πέμπτη 7 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους.