της Μάνιας Ζούση, από το “Artplay.gr”
Χειρονομίες μνήμης που προκαλούνται από βιώματα έλλειψης, απουσίας, απώλειας και πένθους αγαπημένων, προσωπικών ονείρων, αλλά και συνταρακτικών γεγονότων όπως ο πόλεμος και η προσφυγιά, ή ακόμα και η καταστροφή της φύσης, καταθέτουν οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν στη φετινή έκθεση του Attilio με θέμα την απώλεια και διάρκεια έως το τέλος Νοεμβρίου.
Οι διαδρομές των δημιουργών συναντούν το συλλογικό πένθος και τις κοινές ιστορίες αποχωρισμών και αποχαιρετισμών.
«Το θέμα της Απώλειας μου φάνηκε στην αρχή δύσκολο και πολυδιάστατο, αλλά το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ο θάνατος του πατέρα μου, πριν πολλά χρόνια. Με είχε συγκλονίσει. Ήμουν 24 χρόνων. Ήταν πολύ οδυνηρό. Και το έργο που έκανα είναι σχετικό με αυτόν. Δείχνει ανθρώπους να αποχαιρετάνε έναν άνδρα, που έχει πεθάνει», αφηγείται ο Γιώργος Σεπετζόγλου. «Είναι ένας αποχαιρετισμός για όλα όσα ήθελες να πεις σε εκείνον που έφυγε και δεν πρόλαβες, ή δεν μπόρεσες, γιατί εσύ ήσουν ένας μικρούλης κι εκείνος ένας μπαμπάς. Μετά από τόσα χρόνια, νομίζω ότι το θέμα της απώλειας του πατέρα μου, έχει μπει στη θέση του, στο κουτάκι του. Αλλά αυτό το κουτάκι έχει βάρος. Κι εγώ νομίζω ότι κάπως έτσι, με αυτό το κουτάκι, θα πεθάνω», καταλήγει.
Μια εγχάρακτη σύνθεση πάνω σε αλουμίνιο, επιχρωματισμένη με μαρκαδόρους οινοπνεύματος, που παραπέμπει σε φωτογραφία ζευγαριού με τη θέση της γυναίκας κενή, παρουσιάζει ο Τιμόθεος Γεωργίου.
Με ένα κόσμημα-γλυπτό, δουλεμένο σε ασήμι, πέτρα Night Sky και ανοξείδωτο ατσάλι, η Στέλλα Δεληγιάννη μιλά για την προσωπική της εμπειρία. «Επρόκειτο για τη μητέρα μου που απεβίωσε σε πολύ νεαρή ηλικία κι αυτή η απώλεια καθόρισε όλη μου τη ζωή και την αντιμετώπισή της. Στο συγκεκριμένο έργο, που θα μπορούσε να ειδωθεί σαν μια μισή καρδιά, το χαμένο κομμάτι συμπληρώνεται με πολλές λωρίδες. Θα μπορούσαν να είναι χαμένα πρόσωπα, όνειρα, ιδέες. Μια ματιά παρόλα αυτά, αισιόδοξη, καθώς μέσα από τις απώλειες ωριμάζουμε», υποστηρίζει.
Έναν εγκιβωτισμένο αποχαιρετισμό, με τα πολύτιμα τιμαλφή, αγαπημένα μαργαριτάρια της μητέρας της που έφυγε πια από τη ζωή/ απούσα τώρα πια, μέσα σε θήκες πλεξιγκλάς, που μετατρέπονται/ μεταμορφωμένα σε καρφίτσες και κολιέ, καταθέτει η Βαρβάρα Περράκη. Μια χειρονομία συγκίνησης, τρυφερότητας και μνήμης από την κόρη που δεν διστάζει να μιλήσει για το βίωμα ενός «ετεροχρονισμένου πένθους που δεν έχει τόσο θλίψη, όσο έλλειψη και απουσία».
Ένα κεντημένο ύφασμα με ξόμπλια του δημιουργικού της βίου και τον τίτλο «Ο Παράδεισος», αφιερωμένο στη μνήμη της ομότεχνης Κορρίνας Πολίτη – Κουτούζη, από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας Αφή, παρουσιάζει η Εύα Χειλαδάκη. Μια σύνθεση βασισμένη σε ένα πολυκαιρισμένο αλλά σπάνιο κομματάκι ύφασμα που είχε χαρίσει η Κορρίνα στην Εύα. «Με αυτό το κομματάκι έφτιαξα τον «Παράδεισο», ράβοντας επάνω του ένα άλλο ύφασμα που έμοιαζε στα χρώματα και στα σχέδια. Όπως τα φίδια που αλλάζουν δέρμα. Προστέθηκαν πάνινα ανθρωπάκια, ένας ιαγουάρος και μινιατούρες με φτερά, εμπνευσμένες από ένα διήγημα του Μάρκες» αφηγείται.
Τον τίτλο «Συρραφή Τραύματος» έδωσε στο έργο της η Λιάνα Παπαλέξη, αποτελούμενο από δυο πορσελάνινα θραύσματα ενωμένα με σύρμα, σαν ένα τραύμα που έχει επιχειρηθεί πρόχειρα να κλείσει. Η ίδια εξηγεί πως «όταν έχει συμβεί μια απώλεια, δεν μπορείς ποτέ να την ξεπεράσεις αλλά αναγκάζεσαι να προχωρήσεις, μαζεύοντας πρόχειρα τα κομμάτια σου και συνεχίζοντας τη ζωή σου».
Από την σταδιακή απώλεια των ονείρων που ονομάζει «Μεσηλικίωση», είναι εμπνευσμένο το περιδέραιο της Μαρίας Ψαριανού, κατασκευασμένο από ασήμι, ατσαλόσχοινο και αιματίτη. «Στράφηκα στην απώλεια των νεανικών μας ονείρων κι έφτιαξα κάτι μεγάλο και βαρύ, καθώς το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό σαν σχήμα, ήταν ένα κενό, σαν τον κύκλο της ζωής μας χωρίς πυρήνα. Αφαιρώντας στοιχεία από τον κάθε κύκλο, καταλήγω σε έναν που μπορεί να κρατήσει ο καθένας μας σαν ελπίδα», σημειώνει.
Ο Πόλεμος του Ενός, οι Ψυχές και τα Περάσματα
Το έργο της Μαρκέλλας Μιχαλιτσιάνου «Ο Πόλεμος του Ενός», αναφέρεται σε «μια εγκατάσταση η οποία έχει σχέση με τον πόλεμο και την απώλεια, σε ατομικό και κοσμικό επίπεδο. Κατασκευάζω ενδύματα – πανοπλίες και επιμέρους ενδυματολογικά κομμάτια που έχουν σχέση με μάχη. Θέλοντας να τονίσω το κομμάτι της απώλειας και του θανάτου, μέσα από τις «μνήμες» που φέρουν τα ρούχα και τα παιχνίδια, τα οποία είναι τοποθετημένα πάνω στο ύφασμα με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται αντιληπτό ότι ο πόλεμος και η απώλεια είναι συνυφασμένοι με το ίδιο το σώμα», σχολιάζει.
«Ψυχή τε και σώματι», τιτλοφορεί το έργο της η Μαρία Γρηγορίου, που πάνω στον ταμπλά μιας παλιάς πόρτας που ξέβρασε η θάλασσα, έδωσε μια νέα ζωή. «Η πόρτα είναι ένα πέρασμα. Πάνω σε πανιά που είχαν ξεθωριάσει, τύπωσα μονόχρωμα λουλούδια σε μπλε και άσπρο , σαν έναν αποχαιρετισμό σε όλους αυτούς που χάθηκαν. Αυτά τα υφασμάτινα κομμάτια τοποθέτησα πάνω στην πόρτα. Και έχοντας στο μυαλό μου τον αρχαίο ελληνικό συσχετισμό της ψυχής με πεταλούδα, έφτιαξα πεταλούδες που έχουν βγει μόλις από το κουκούλι τους που στέκει άδειο κέλυφος. Η Ψυχή είναι μέσα μας, γύρω μας. Είναι η αύρα αυτών που έφυγαν και μας σημάδεψαν», υποστηρίζει.
Η ρίζα ενός δέντρου, ποτισμένη από θαλασσινή αρμύρα και το παραμορφωμένο σύμπλεγμα που η φύση έχει σμιλέψει πάνω της, έκαναν την Ασπασία Πολύζου να επεξεργαστεί σε καλούπι το σπάνιο εύρημα, δίνοντάς του το όνομα «Ψυχή». «Από τη γυναίκα λείπει η καρδιά», αποκαλύπτει η ίδια και δεν κρύβει πως η σύνθεση αντανακλά «το εσωτερικό χάος που βιώνει κανείς με την απώλεια. Το κενό που αφήνει το ξερίζωμα της καρδιάς. Την οργή , τον θυμό από τα απανωτά χτυπήματα της αδικίας που νιώθει. Με μια χειρονομία αγανάκτησης που έχει το δικό της νόημα», υπογραμμίζει.
«Γίνονται τέρατα και τα ξεχνάμε. Το άγχος μου είναι ότι όλα θα ξεχαστούν», λέει η Φιλιώ Φασουλιώτη για το έργο της εμπνευσμένο από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού. «Ξεκίνησα να ζωγραφίζω με πινέλο αλλά στη συνέχεια χρησιμοποίησα μόνο τα χέρια μου για να απλώσω το χρώμα. Πρόσθεσα κολάζ, χαρτοπολτό και κόλα, αλλά ένιωθα ότι ήθελα να βάλω κι άλλα υλικά πάνω στο χαρτί, σαν να μην μου έφταναν όσα χρησιμοποίησα», ομολογεί.
Ο Βαγγέλης Πολύζος έζησε από μικρός το μεγαλείο της φύσης, που συνεχίζει να τον συγκινεί και να εμπνέει το έργο του. «Σκέφτηκα να κάνω ένα δέντρο καθώς η επικαιρότητα των μεγάλων πυρκαγιών ήταν κυρίαρχη. Ο κέδρος πάντα με γοήτευε , ακόμα και καμένος ή ξερός. Έχει άρωμα, δύναμη, αντοχή, καρδιά ζωντανή, κόκκινη σαν ανθρώπινη. Γίνεται φωλιά για τα πουλιά, που τους προσφέρει τροφή και προστασία. Γίνεται και υπέροχα εργαλεία αλλά και δοχεία που διατηρούν το νερό δροσερό», αφηγείται.
Πάνω σε ένα καμένο κομμάτι ξύλου που ταξίδεψε στα κύματα, ο Βύρων Δημητρακούλης «έσπειρε » μικρά, ασημένια φύλλα, θυμίζοντας ξωμάχο που σπέρνει τη γη με την ευχή να φυτρώσει και πάλι καρπούς. Στην άκρη ένας βαρκάρης κωπηλατεί. «Είναι ολοφάνερο ότι υπήρξε μια καταστροφή. Πλαισιώνεται από ένα περιβάλλον που έχει να κάνει με δυο βασικά πράγματα , με το νερό και τη φωτιά ως απουσίες. Αλλά αυτό που βλέπω σε όλο αυτό είναι η «ανάκληση της απώλειας», αναφέρει.
Οι πρόσφυγες που ξεριζώνονται από τις πατρίδες τους και διασχίζουν χιλιόμετρα για να φτάσουν να κρυφτούν σε ένα δάσος όπου καίγονται ζωντανοί, είναι το θέμα που απασχολεί τον Γιάννη Παπαδόπουλο στα ζωγραφικά του έργα, με τα πρόσωπα γεμάτα αγωνία, θλίψη και πόνο. Ο ίδιος σημειώνει χαρακτηριστικά «.. και περπατούσαν, περπατούσαν, περπατούσαν, μέρες πολλές με ήλιο, ζέστη, βροχή, κρύο, και λάσπη, μέρα νύχτα με λιγοστό ύπνο και λίγη ξεκούραση, και ήξεραν ότι αυτός είναι ο δρόμος, εάν έβλεπαν ένα χαλασμένο παπούτσι στην άκρη του δρόμου ή ένα κομματάκι ύφασμα πιασμένο σε ένα αγκάθι, και άφηναν και αυτοί τα σημάδια τους για τους επόμενους και προχωρούσαν γιατί αυτός ήταν ο μόνος τρόπος».
«Έχει ενδιαφέρον να μπορείς να δημιουργήσεις ένα βάθος χωρίς πολλά υλικά», επισημαίνει ο Νικόλας Χατζής, που επιστρέφοντας σε παλαιότερες τεχνικές και προσθέτοντας νέες, ανέδειξε «πειραγμένες» ακτινογραφίες, μέσα από τις οποίες ανέσυρε καινούριες συνθέσεις ανθρώπινων σωμάτων. « Χρησιμοποίησα μεικτή τεχνική με κολάζ και πολλά στάδια επεξεργασίας, αλλά και υλικά όπως υδροχλωρικό οξύ , απομόνωσα κάποια τμήματα των ακτινογραφιών που μου φαίνονταν ενδιαφέροντα, δουλεύοντας πάνω σε αυτά», εξηγεί.
«αλέκτωρ άναυδος» είναι το όνομα που ο Νίκος Χαριτάκης επέλεξε για το έργο του από ανακυκλωμένο φυσητό γυαλί, « ένα ιδιαίτερο υλικό, όπου η φόρμα σε πάει στην άλλη φόρμα, ενώ από μια και μόνο κίνηση αλλάζουν τα δεδομένα του αντικειμένου», ομολογεί.
Επιλέγοντας χαλκό, ορείχαλκο και επιμπρουτζομένο αλουμίνιο, ο Γιώργος Χατζόγλου εκθέτει την ανθρώπινη φιγούρα του σε εμβρυακή στάση στο πάτωμα, δίνοντας τον τίτλο «Απουσία», και τη «διφορούμενη αίσθηση για κάποιον που μπορεί να έχει χάσει τον εαυτό του, τα όνειρά του ή κάποιον δικό του».
«Θραύσματα ημιτελών γραμμάτων» τιτλοφορεί η Σίσσυ Κούκερη τη σειρά κοσμημάτων της, με σκαλισμένες φράσεις από τη λογοτεχνία που αγαπά, «κάποια σκισμένα γράμματα που αποτυπώνουν το συναίσθημα της απόγνωσης».
Συνθέτοντας πέτρες σε ασύμμετρα ύψη, η Μαίρη Μαργώνη και ο Γιάννης Μανδυλάκης παραδίδουν ένα μενταγιόν που θυμίζει όπως λένε, «δάκρυα που φέρνει η απώλεια».
Δύο επιτοίχιες ζωγραφικές συνθέσεις σε επιφάνεια πορσελάνης, δημιουργεί η Μπέσσυ Μπούμη, «που θα μπορούσαν να «διαβαστούν» και ανάποδα, καθώς μέσα από μια αρνητική κατάσταση
μπορεί να γίνει μια νέα αρχή», καταλήγει.
Μάνια Ζούση