Κριτική Ιάκωβος Γωγάκης
Το έργο «Συνάντησα και Ευτυχισμένους Τσιγγάνους» του 1967, σε σκηνοθεσία Αλεξάνταρ Πέτροβιτς, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κινηματογραφικό, του αποκαλούμενου «μαύρου κύματος», που αναπτύχθηκε τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, με σκοπό να φέρει στο φως, ανθρωποκεντρικά αλλά και πολιτικά θέματα, της ζωής, στην Σοσιαλιστική Γιουγκοσλαβία, εκείνης της εποχής.
Το κίνημα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, λόγω της κριτικής του στο πολιτικό σύστημα και της παρουσίασης κοινωνικών προβλημάτων, ενώ οι δημιουργοί του, συχνά αντιμετώπισαν λογοκρισία και κυρώσεις.
Η ιστορία εστιάζει στη ζωή μιας κοινότητας Ρομά στην περιοχή της Βοϊβοντίνας και επικεντρώνεται στις κοινωνικές, προσωπικές και πολιτιστικές τους συγκρούσεις, με τον έρωτα, την προδοσία και τη βία, να διαμορφώνουν το κεντρικό αφηγηματικό νήμα.
Ο Μπόρα, ένας παντρεμένος Ρομά, έμπορος φτερών, ερωτεύεται την Τίσα, τη θετή κόρη του Μίρτα, με τον οποίο έχει έντονες προσωπικές και επαγγελματικές αντιπαραθέσεις.
Η Τίσα δραπετεύει από τον καταπιεστικό πατριό της και ακολουθεί τον Μπόρα.
Όμως τα γεγονότα παίρνουν μια δραματική τροπή, όταν η Τίσα κακοποιείται και αναγκάζεται να επιστρέψει, στο σπίτι της το πατρικό.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Αλεξάνταρ Πέτροβιτς είναι άκρως ρεαλιστική και ανθρωποκεντρική, με έμφαση στη σκληρή καθημερινότητα των Ρομά.
Ο Πέτροβιτς, χρησιμοποιεί φυσικά τοπία και κοντινά πλάνα, για να εστιάσει στις αντιθέσεις ανάμεσα στην ομορφιά της φύσης και τη σκληρότητα των συνθηκών ζωής των ηρώων. Η φύση, με την εναλλαγή των εποχών και τη ροή του χρόνου, λειτουργεί ως συμβολικό στοιχείο, αντικατοπτρίζοντας τις συναισθηματικές καταστάσεις των χαρακτήρων.
Επί παραδείγματι, η σύγκρουση του Μπόρα με τον Μίρτα, καταλήγει σε αιματηρή αντιπαράθεση, με τον Μπόρα να τον σκοτώνει, σε μια στιγμή απόγνωσης και επιθυμίας για εκδίκηση.
Το φυσικό τοπίο της Βοϊβοντίνας, με τους μεγάλους ερημικούς δρόμους και την αχανή ύπαιθρο, αλλά και οι συνθήκες περιθωριοποίησης των Ρομά, με περιορισμένη πρόσβαση σε βασικά κοινωνικά αγαθά, ενσαρκώνουν στην ταινία, την ανάγκη των ηρώων, να αναζητήσουν την ελευθερία, ακόμη και διαμέσου της βίας .
Ο ευφυέστατος τίτλος του έργου, προκαλεί τον θεατή να σκεφτεί βαθύτερα για την έννοια της ευτυχίας.
Δεν είναι μια απλή δήλωση, αλλά μια προτροπή να αναρωτηθούμε, τι ακριβώς σημαίνει να είναι κανείς ευτυχισμένος, σε ποιο πλαίσιο και με ποιο κόστος.
Ο Εμίρ Κουστουρίτσα στην μετέπειτα ταινία του «Ο Καιρός των Τσιγγάνων», μολονότι υιοθετεί τη φόρμα του μαγικού ρεαλισμού, φαίνεται να επηρεάζεται από την ταινία του Πέτροβιτς, σε όλα τα άλλα, επιμέρους στοιχεία της, αναγνωρίζοντάς την – δικαίως – ως μία από τις πρωτοπόρες και ριζοσπαστικές ταινίες, του γιουγκοσλαβικού σινεμά.
Η ταινία “Συνάντησα και Ευτυχισμένους Τσιγγάνους” προβάλλεται από την Πέμπτη 10/10 στους κινηματογράφους