Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
No menu items!

ΑρχικήΓΕΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΔΙΑΤα καλοκαίρια στο βουνό - του Παντελή Μήτσιου

Τα καλοκαίρια στο βουνό – του Παντελή Μήτσιου

“Il n’est pays que de l’enfance” – “Δεν υπάρχει άλλη πατρίδα παρά μόνο τα παιδικά μας χρόνια”: Roland Barthes
Οι μνήμες εκείνων των καλοκαιριών είναι βαθιές χαρακιές στο μαλακό βινύλιο του παιδικού μου μυαλού. Τόσο βαθιές που ακόμα με συναρπάζει η ανάσυρσή τους.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο κόσμος βίωνε συνταρακτικές αλλαγές.
Στην ταλαιπωρημένη όμως ελληνική επαρχία έφτανε μόνο ένας αχνός απόηχος των γεγονότων που άλλαζαν την κοινωνία, την τέχνη, τη μουσική, τον κόσμο.
Το δικό μου κόσμο τότε συντάραξε η νεκρανάσταση του θείου και η επιστροφή του από τα ξένα. Κι όχι τα όποια ξένα αλλά από μια χώρα της οποίας το όνομα, κανείς έξω από τα οικογενειακά τραπέζια, δεν ξεστόμιζε ποτέ: Ρωσία.
Ο θείος ήρθε φέρνοντας μια φωτογραφική μηχανή fed σε δερμάτινη θήκη που ανάδινε μια απίστευτα ζεστή μυρωδιά και μια χειροκίνητη «μηχανή» προβολής ταινιών. Μη φανταστείτε κανένα φοβερό απαράτ, μια μεταλλική κατασκευή ήταν γύρω στους τριάντα πόντους ύψος, με ένα καλώδιο, ένα βύσμα και μια λάμπα πίσω από έναν φακό ήταν, κι ανάμεσά τους ξετυλίγονταν ένα φιλμ που ο «χειριστής» το γύριζε καρέ – καρέ χρησιμοποιώντας μια μανιβέλα. Στα μάτια μου όμως ήταν μαγεία, και διπλή μαγεία όταν ο θείος διάβαζε τους υπότιτλους κι εμείς μαγεμένοι βλέπαμε τις στατικές εικόνες στον λευκό τοίχο κι ακούγαμε για τους «βαρκάρηδες του Βόλγα».
Ο θείος έφερε και δυο παλληκαράκια μαζί του, τα ξαδέρφια μου, που θα ήταν δωδεκάχρονοι, δεκαπεντάχρονοι τότε.
Εγώ δεν είχα κλείσει καν τα έξι.
Εκείνα τα ξαδέρφια μου χάρισαν μερικά από τα ομορφότερα καλοκαίρια της ζωής μου.
Σε ένα μικρό ισιάδι στο κάτω μέρος του κτήματος γύρω από το σπίτι, εκεί που η πλαγιά έσβηνε γλυκά πάνω στο πεζούλι από ξερολιθιά, εκεί ακριβώς, έφτιαξαν για όλους μας «τις καλύβες μας» που ήταν τα σπίτια μας για όλο το καλοκαίρι, για εκείνο και για μια σειρά από τα επόμενα.
Θυμάμαι, πηγαίναμε στο πυκνό ελατόδασος απέναντι από το σπίτι, διαλέγαμε πέντε ή οχτώ ελατάκια με το κατάλληλο μέγεθος, τα κόβαμε και τα κουβαλούσαμε στο κτήμα. Εκεί, με υπομονή και τέχνη, αφαιρούσαμε τα κλαδιά, φυλάσσοντάς τα για το επόμενο στάδιο και με τους κορμούς καρφωμένους στο μαλακό χώμα του κτήματος, φτιάχναμε τον βασικό σκελετό της καλύβας. Έπειτα, με σύρμα σχηματίζαμε τον καμβά πάνω στον οποίο πλέκαμε τα κλαδιά από τα έλατα. Συμπληρώναμε τα κενά με φτέρες, πολλές φτέρες, μέχρι να έχουμε ένα απόλυτα κλειστό καλυβάκι. Βάζαμε σε ένα από τα ανοίγματα μια κουρελού για πόρτα, στρώναμε ένα ιδιαίτερα παχύ στρώμα από φτέρες για δάπεδο, το καλύπταμε με κουρελούδες, μαντανίες, φλοκάτες κι αυτός ήταν ο προσωπικός μας χώρος για το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού.

Φωτο από: cookpad.com/gr

Κι αν η δική μου πατρίδα έχει τα χρώματα του έλατου, τις μυρωδιές του ρετσινιού, έχει τη γεύση μιας φέτας ζεστό, φρεσκοζυμωμένο ψωμί αλειμμένη με σάλτσα ντομάτας και λίγο αλάτι, ή με λάδι και ζάχαρη.

Έχει τη γεύση μιας μικρής μπάλας από ψωμί που μόλις έβγαλε η μάνα – αχνιστό – από τη γάστρα, ενωμένο σε μια μάζα με λίγη τριμμένη βαρελίσια, σαρακατσάνικη φέτα που είχε το εξωτικό όνομα «μπουκουβάλα» και αξεπέραστη γεύση που ακόμα και σήμερα, αν και δεν έχω φάει εδώ και δεκαετίες, γεμίζει τον ουρανίσκο με εκρήξεις αναμνήσεων.

RELATED ARTICLES

Most Popular

Recent Comments

Μετάβαση στο περιεχόμενο